- ἔπτη
- πέτομαιflyaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίσεπτος — έπτη, ον, Α [σεπτός] εξαιρετικά σεπτός, πολύ τιμημένος, πολύ σεβάσμιος … Dictionary of Greek